Εκείνα τα υπέροχα, παιδικά καλοκαίρια…

Τα καλοκαίρια που περνούσα σαν παιδί στην Κύπρο με έχουν σημαδέψει. Είναι χαραγμένα στο μυαλό μου και στην καρδιά μου υπενθυμίζοντας μου, συχνά πυκνά, πώς είναι στ’ αλήθεια, να βιώνεις την απόλυτη ευτυχία. Να μην έχεις έγνοιες και προβλήματα. Αλλά ακόμα κι αν έχεις, να έχεις έναν μαγικό τρόπο να τα αφήνεις έξω από τη σφαίρα επιρροής της διάθεσης σου. Να κοιμάσαι το βράδυ ευτυχισμένος, γιατί έζησες μία ακόμα υπέροχη και γεμάτη μέρα, αλλά και γιατί μία ακόμα υπέροχη μέρα πρόκειται, με βεβαιότητα, να ξημερώσει.

Τα καλοκαίρια μου στην Κύπρο…

Το πρωινό με ταχινόπιτες, φλαούνες, φρέσκο ψωμί με μαρμελάδα μόσφιλο από τα χέρια της γιαγιάς και φυσικά σοκολατούχο γάλα.

Οι συνομωσίες κάτω από το αυτοσχέδιο σπιτάκι που είχα φτιάξει με τα ξαδέρφια μου, με δυο δέντρα, δύο σεντόνια, καρέκλες, τραπέζι και τη στοιχειώδη διακόσμηση. Πώς, άραγε, θα εξοντώναμε τα έτερα ξαδέρφια μας, που το φυλάκιο τους (άλλο αυτοσχέδιο σπιτάκι), βρισκόταν στην απέναντι αυλή, με διαχωριστικό ένα διαλυμένο χαμηλό φράκτη; Η στρατηγική έπρεπε να σχεδιαστεί στην εντέλεια. Το τείχος μας, μια σειρά από κλουβιά (με ξύλινα πόδια), στα οποία κάποτε έβαζαν κότες να γεννάνε αυγά. Μέσα στα άδεια κλουβιά έμπαιναν τα όπλα μας. Σακούλες με ασβέστη και κανένα πεσμένο από τα δέντρα χτυπημένο φρούτο. Οι μάχες σφοδρές. Δεν θα ξεχάσω δε, τη μέρα, που μια σοβαρή ποσότητα από ασβέστη εκσφενδονίστηκε στα μάτια μου. Δεν με ένοιαξε και πολύ βέβαια το γεγονός ότι τα μάτια μου πονούσαν και έτσουζαν, μιας και κατά την παιδική μου γνώμη, οι μάχες θα έπρεπε να έχουν και απώλειες.

Οι ολυμπιακοί αγώνες. Με μαζική συμμετοχή από όλα τα παιδιά, όλης της γειτονιάς. Με διαγωνισμό τρεξίματος σε όλο τον μαχαλά. Άλμα εις ύψος με κουβάδες, κοντάρια και παλιά στρώματα για την προσγείωση. Ακοντισμό με ξύλα από σκούπες και σφουγγαρίστρες. Και φυσικά αυτοσχέδια βάθρα και την ανάλογη της επιτυχίας αποθέωση. Η φαντασία μας δεν είχε όρια.

Το μπάσκετ. Η αιώνια αγάπη μου. Φορτωνόμουν στον ξάδερφο μου και κατέληγα σε ένα γήπεδο με 10 -15 μαντραχαλάδες. Και πολύ μου άρεσε. Δεν μου άρεσε φυσικά που ήμουν το «παιδί για τις πετσέτες» και δεν μου έδιναν την μπάλα ποτέ. Και κάπου εκεί δημιουργήθηκε ο μεγαλύτερος παιδικός μου έρωτας στην Κύπρο. Ο Άγγελος. Γιατί μια μέρα ο Άγγελος, με λυπήθηκε που ήμουν «το παιδί για τις πετσέτες» και μου έδωσε την μπάλα. Και ενώ όλοι «απαιτούσαν την πάσα μου», ο Άγγελος, κοιτάζοντας με όλο νόημα, μου είπε τη μαγική λέξη: «Ρίχτο!». Και το έριξα. Και μπήκε. Και ήταν τρίποντο. Και από τότε, χάρη στην πίστη του Άγγελου στο τρίποντο μου, έπαψα να είμαι το παιδί για τις πετσέτες. Ο έρωτας μου βέβαια με τον Άγγελο δεν ευόδωσε ποτέ. Μου πήρε όλο το καλοκαίρι και δυο τρεις μήνες ακόμα στην Αθήνα για να τον ξεπεράσω, αλλά πάντα θα τον θυμάμαι και θα τον έχω στην καρδιά μου ως έναν άνθρωπο που πίστεψε σε εμένα έστω και για κάτι τόσο απλό, έστω και για τόσο λίγο.

Υπήρχαν βέβαια και οι στιγμές της επανάστασης. Οι στιγμές που σαν παιδί ένοιωσα την ανάγκη να διαμαρτυρηθώ για τις αδικίες τις οποίες βίωνα. Όπως η μέρα που η θεία μου αποφάσισε να πάει με τα ξαδέρφια μου στη θάλασσα, χωρίς να με πάρει μαζί της. Και η λύση φάνταζε τόσο απλή. Απλά πήρα το ποδήλατο μου χωρίς να ενημερώσω κανέναν και τράβηξα, μία ώρα κοντά δρόμο, για να πάω στην παραλία. Περιττό να αναφερθεί, ότι η κατσάδα και οι ξυλιές που έφαγα από γιαγιά και παππού στην επιστροφή, ήταν διόλου ευκαταφρόνητες. Ή εκείνη η φορά που τσακώθηκα με μια άλλη θεία μου και αποφάσισα ότι η λύση στο πρόβλημα μου ήταν «να το σκάσω», παίρνοντας μαζί μου την κατά πέντε χρόνια μικρότερη ξαδέρφη μου (ήταν δεν ήταν τότε πέντε χρονών) και το μικρό άσπρο σκυλί μας. Και απλά περπατούσαμε και περπατούσαμε κάτω από τον κολασμένα καυτό κυπριακό ήλιο για ώρα, εγώ στα 10 μου, η 5χρονη ξαδέρφη μου και το μικρό άσπρο σκυλί, δίχως να ξέρω ούτε τον προορισμό μας ούτε και τον ακριβή σκοπό της όλης απόδρασης. Μέχρι που το σκυλί, κάποια στιγμή, απλά ξάπλωσε ημιλιπόθυμο με τη γλώσσα έξω και η ξαδέρφη μου άρχισε να κλαίει ζητώντας μου να γυρίσουμε πίσω. Προσπάθησα να το παλέψω είναι η αλήθεια για κάποια ώρα. Προσπάθησα να το πάω μέχρι τέλους. Κι ας μην ήξερα ποιο ήθελα ή ποιο θα μπορούσε να είναι το τέλος. Μα υπέκυψα. Στο κλάμα της ξαδέρφης μου, στο ημιλιπόθυμο σκυλί και στη δική μου την εξάντληση. Στο επόμενο σπίτι που μας ρώτησαν για πού τραβάμε δυο πιτσιρίκια και ένα σκυλί, ομολόγησα. Κάλεσαν τη θεία μου και ήρθαν και μας περιμάζεψαν.

Οι όμορφες στιγμές, ατελείωτες. Οι βόλτες με το αυτοκίνητο στην κάτω Πάφο. Έτσι απλά, διασχίζοντας τους δρόμους, χαζεύοντας τα φώτα και την πολυκοσμία. Η αναμονή για τον παγωτάρη και η εκτόξευση «παιδικού μπουλουκιού», όταν αυτός κατέφθανε. Η ανυπομονησία για τα παιδικά πάρτυ με τους «σιδηροδρόμους» από τραπέζια γεμάτα με αλμυρές και γλυκές λιχουδιές. Από μικρή λαίμαργη ήμουν, μόνο που τότε έτρωγα δίχως καμία τύψη. Δίχως καμία έγνοια για κιλά και ζυγαριές. Καθαρή, γεμάτη, κοιλιοδουλική απόλαυση. Οι μάχες στη θάλασσα, μιμούμενοι ηλεκτρονικά παιχνίδια, με όπλα την εκτόξευση νερού άντε και τη ρίψη κανενός χαλικιού σε πολύ άγριες καταστάσεις.

Αυτές οι στιγμές, που άλλοτε, καθώς τις σκέφτεσαι ή και όταν τις διηγείσαι, σχηματίζουν ένα τεράστιο χαμόγελο στο πρόσωπο σου και άλλοτε σου προκαλούν μια απέραντη μελαγχολία και μια μικρή θλίψη, όταν συνειδητοποιείς ότι ανήκουν στο πολύ μακρινό παρελθόν. Όπως και κάθε όμορφη ανάμνηση όμως, έτσι και τα παιδικά μας καλοκαίρια θα πρέπει να μας συντροφεύουν και να μας υπενθυμίζουν, πως δεν πρέπει να αποβάλουμε, όχι τελείως, τα στοιχεία εκείνα του χαρακτήρα μας, που έκαναν κάποτε την πιο απλή στιγμή να φαντάζει μαγική, το πιο μεγάλο πρόβλημα να μοιάζει με σταγόνα στον ωκεανό και την πιο αποτυχημένη επανάσταση να έχει όλο το νόημα του κόσμου.

 

Advertisement

Εν τέλει, να σας ευχηθούμε «Καλό Χειμώνα»;

Η ώρα είναι 12 και 29 και κάτι δευτερόλεπτα, πρωί Κυριακής. Έπειτα από μία ακόμα βροχόπτωση το βράδυ του Σαββάτου, που αναστάτωσε τα πλήθη ανά την Ελληνική επικράτεια,  καθώς δημιούργησε υπόνοιες ότι ίσως, λέω ίσως,το καλοκαίρι να πλησιάζει στο τέλος του, ο ήλιος λάμπει και πάλι και οι ελληνικές παραλίες είναι έτοιμες, μήνα Σεπτέμβρη, να υποδεχτούν τους #endlesssummer λουόμενους.

Μη μου αγχώνεστε αδέρφια. Μια ματιά, a glance, που λένε και στο χωριό μου, στο instagram με τα αντίστοιχα hashtags (που λένε και στο χωριό μου), αρκεί για να σας πείσει ότι τουλάχιστον στο Greece summer is still here! Όσο θα υπάρχουν φωτό με πατουσάκια και μπουτάκια με φόντο τη θάλασσα, όσο το insta θα κατακλύζεται με hashtags #summerisstillhere #endlesssummer #september40th , όσο ο κ….. θα είναι πιο άσπρος από την πλάτη θα είναι ακόμα καλοκαίρι.

Ας σοβαρευτώ όμως κι ας προχωρήσω στη σοβαρή ανάλυση επί του θέματος. Προσωπικά θέλω να δηλώσω πως χαίρομαι, ή μάλλον εύχομαι το καλοκαίρι να πλησιάζει στο τέλος του. Νισάφι. Life goes on and summer moved on που λένε και οι A- Ha. Πριν κάποιοι με λιθοβολήσετε με μπαλάκια του τένις και τα αντηλιακά σας, αφήστε με να τεκμηριώσω την επιθυμία μου, ξεκινώντας με κάποια δεδομένα – αλήθειες – facts βρε παιδί μου.

√ Οι διακοπές μου τελείωσαν.

√ Εργάζομαι στο κέντρο της Αθήνας (και όχι σε μια εξωτική παραλία).

√ Μένω στο Χολαργό (και όχι σε μια εξωτική παραλία).

√ Μισώ τη ζέστη.

√ Ιδρώνω πολύ.

√ Μισώ τα κουνούπια.

√ Τα κουνούπια με αγαπούν (πολύ) (όσο δεν με έχει αγαπήσει άντρας στη ζωή μου).

√ Δεν είμαι πλούσια. (θα γίνω σύντομα όμως – ανάλυση για το πως σε επόμενη ανάρτηση).

Εν ολίγοις, στην παρούσα φάση της ζωής μου το καλοκαίρι το βιώνω ως εξής:

Ξυπνάω. Ο ήλιος λάμπει. Υπέροχα. Fast forward. Καταφθάνω στο μετρό. Υπέροχη ασφυκτική ζέστη που σου… κόβει την ανάσα (την αναπνοή δηλαδή). Εισέρχομαι στο συρμό. Υπέροχες ευωδίες αναδύονται από τα κορμιά διαφόρων επιβατών (εδώ ας μην επεκταθώ και γίνω κακιά). Κατεβαίνω από το μετρό. Στα 10 λεπτά που χρειάζομαι για να διανύσω την απόσταση μετρό – γραφείο καταφέρνω να φτάσω κάθιδρη στον χώρο εργασίας μου λες και μόλις έτρεξα μαραθώνιο στην έρημο. Οι επόμενες 10 ώρες δε, απολαυστικές. Το endless summer, ομολογώ ότι είναι συγκλονιστικό πίσω από μια οθόνη και πάνω από στοίβες φακέλων και βιβλία. Ο ήλιος βέβαια εξακολουθεί να λάμπει έξω, έλα μου όμως που πρέπει να βγω στο μπαλκόνι για τσιγάρο για να το διαπιστώσω. ( Με σοβαρούς υπολογισμούς το καλοκαίρι όταν εργάζομαι, καπνίζω τα διπλάσια τσιγάρα συγκριτικά με τον χειμώνα).  Ε εντάξει. Μην είμαι αχάριστη. Κατά τις 7 που εξέρχομαι ηρωικά από το γραφείο χαίρομαι πολύ που ακόμα έχει ήλιο.  Μέχρι να φτάσω πάλι στο μετρό και να διαπιστώσω ότι η θερμοκρασία έχει ανέβει κι άλλο, χρειάζεσαι μάσκα οξυγόνου για να αναπνεύσεις δηλαδή, ενώ οι ευωδίες έχουν αυξηθεί κατακόρυφα. Φτάνω στο σπίτι. Ανοίγω τα παντζούρια και κλείνω με κινήσεις τσάκι τσαν τις σίτες. Άδικος κόπος. Ένα  κουνούπι, από αυτά που με αγαπάνε πολύ, έχει προλάβει να εισέλθει. Τρέχω να λουστώ με αντικουνουπικό. Είναι πολύ αργά. Τρεις ωραιότατες καντήλες έχουν σχηματιστεί σε τρία διαφορετικά σημεία του καλλίγραμμου κορμιού μου.

Λοιπόν. Ας αφήσω τις υπερβολές στην άκρη. Τα καλοκαίρι έχει τα καλά του. Λίγο περισσότερο φυσικά όταν έχεις την αδειούλα σου και βρίσκεσαι σε ένα ωραίο νησάκι, σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο και απολαμβάνεις όλα του τα θετικά. Αλλά πραγματικά… Κάπου μπουχτίζεις ακόμα και με τα θετικά του. Είμαι φαν των εναλλαγών γενικότερα στη ζωή μου. Βαριέμαι με τις επαναλαμβανόμενες καταστάσεις. Μου έλειψε να χουχουλιάζω στο σπίτι ενώ έξω βρέχει  βλέπω ταινίες. Μου έλειψε να φοράω πουλόβερ. Μου έλειψε να περπατάω το πρωί των ΣΚ στο βουνό χωρίς να σκέφτομαι ότι θα καώ από τον ήλιο και δεν θα μπορώ να δω μπροστά μου από τον ιδρώτα που σαν καταρράκτης τρέχει από τα μούτρα μου. Μου λείπουν οι εκδρομές σε πιο χειμερινούς προορισμούς. Μου έλειψε η σοκολάτα η εύκολα προσβάσιμη σε κάθε περίπτερο της γειτονιάς, που δεν έχει υποστεί αλλοίωση από τη ζέστη σε βαθμό που να μοιάζει με έργο τέχνης.

Και στην τελική, μου αρέσει που έχετε γυρίσει όλοι στις βάσεις σας γατάκια και από εκεί που ανεβάζατε insta photos από τις υπέροχες νησάρες της Ελλάδας, ανεβάζετε φωτογραφίες από την Πλαζ Βουλιαγμένης (έπειτα από 1 ώρα κίνηση στους δρόμους, να τα λέμε κι αυτά) με hashtag  #summer is still here. #όχι_για_πολύ_ακόμα θα πω εγώ και πολύ χαίρομαι για αυτό.